άρουρα

άρουρα
η (AM ἄρουρα)
1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή
2. τα χωράφια, οι αγροί
3. η γη, το έδαφος
4. το χώμα
5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο
6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ-ya < (αθέμ. ουδ. ουσ.) *αrowŗ (< αρό-ω) + (επίθημα) . Για τον σχηματισμό *arowŗ με επίθημα r / n πρβλ. ιρλ. arbor «δημητριακό» (< *arwŗ), γεν. arbann (< *αrwenos). Ο συσχετισμός με σανσκρ. urvάrᾱ- «θερισμός», αβεστ. urvαrᾱ, λατ. arvum «αγρός» δεν είναι ικανοποιητικός. Η λ. άρουρα ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (α-ro-u-ra) καθώς και στην Κυπριακή με σημασία σαφέστερη από αυτήν της λ. αγρός και εντελώς διάφορη από τη σημασία της λ. αλκή, φυταλία, κήπος που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική έννοια και χαρακτηρίζει τη γυναίκα που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό μέτρο της Αιγύπτου.
ΠΑΡ. αρουραίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρούρᾳ — ἀρούρᾱͅ , ἄρουρα a ro u ra i fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρουρα — a ro u ra i fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούρας — ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem acc pl ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουράων — ἀρουρά̱ων , ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουρέων — ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουρῶν — ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραις — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραισι — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραισιν — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούρης — ἄρουρα a ro u ra i fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”